- χρησιμοποιήσιμος
- -η, -οαυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εκμεταλλεύσιμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρησιμοποιήσιμος — η, ο, Ν αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησιμοποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek